- δυσδιεξίτητον
- δυσδιεξίτητοςhard to get throughmasc/fem acc sgδυσδιεξίτητοςhard to get throughneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δυσδιεξίτητος — δυσδιεξίτητος, ον (Α) αυτός απ όπου διέρχεται κανείς με δυσκολία («καὶ γὰρ εἰσελθόντι λαβυρινθῶδες ἐστὶ καὶ δυσδιεξίτητον», Συνέσ.) … Dictionary of Greek